πεπινωμένος

πεπινωμένος
πινόομαι
to be dirty
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεπινωμένως — Α επίρρ. με αρχαιοπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπινωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πινοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • πινούμαι — όομαι, Α [πίνος] 1. γίνομαι ή είμαι γεμάτος ακαθαρσία, πιναρός* 2. (για αγάλματα κυρίως χάλκινα) σκουριάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπινωμένος, η, ον μτφ. αρχαιοπρεπής, απλός, απέριττος («ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπινωμένη σύνθεσις», Δίον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”